- καλοζωισμένος
- -η, -οαυτός που περνάει καλή ζωή, καλοπερασμένος: Φαίνεται νεότερος απ' όσο είναι, γιατί 'ναι καλοζωισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοζωισμένος — και καλοζώητος, η, ο αυτός που περνά καλή και άνετη ζωή, αυτός που ζει ή έζησε με ευμάρεια, καλοπερασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (< επίρρ. καλά) + ζωισμένος (< ζωίζω)] … Dictionary of Greek
ευζώητος — εὐζώητος, ον (Μ) καλοζωισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωητός (< ζωή)] … Dictionary of Greek
ευτράφητος — εὐτράφητος, ον [ευτραφώ] αυτός που αγαπά την τροφή, που ζει με τρυφή, ο καλοζωισμένος … Dictionary of Greek
καλοζώητος — η, ο καλοζωισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)